- παροδικός
- -ή, -όδιαβατικός, περαστικός, προσωρινός: Η κακή καιρική κατάσταση είναι παροδική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παροδικός — of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… … Dictionary of Greek
παροδικά — παροδικός of a neut nom/voc/acc pl παροδικά̱ , παροδικός of a fem nom/voc/acc dual παροδικά̱ , παροδικός of a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικώτερον — παροδικός of a adverbial comp παροδικός of a masc acc comp sg παροδικός of a neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικῶν — παροδικός of a fem gen pl παροδικός of a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικόν — παροδικός of a masc acc sg παροδικός of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικαί — παροδικός of a fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικοῖς — παροδικός of a masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικοῦ — παροδικός of a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικούς — παροδικός of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)